πλινθουργος

πλινθουργος
    πλινθουργός
    πλινθ-ουργός
    ὅ кирпичный мастер, кирпичник Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλινθουργος" в других словарях:

  • πλινθουργός — brickmaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργός — ο, ΝΑ τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργοί — πλινθουργός brickmaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πλινθευτής — ὁ, Α [πλινθεύω] αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός …   Dictionary of Greek

  • πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιός — ο, ΝΑ ιδιοκτήτης πλινθοποιείου ή τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργία — ἡ, ΜΑ [πλινθουργός] κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργείο — το / πλινθουργεῖον, ΝΑ, και πλινθούργιον Α [πλινθουργός] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργώ — έω, Α [πλινθουργός] κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργῶν — πλινθουργέω make bricks pres part act masc nom sg (attic epic doric) πλινθουργός brickmaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»